- καυλίνης
- καυλ-ίνης, ου, ὁ,A a kind of κωβιός, Diph.Siph. ap. Ath. 8.355c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καυλίνης — καυλίνης, ὁ (Α) είδος κωβιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλός «βλαστός»] … Dictionary of Greek
καυλίναι — καυλίνᾱͅ , καύλινος made of a stalk fem dat sg (doric aeolic) καυλίνης a kind of masc nom/voc pl καυλίνᾱͅ , καυλίνης a kind of masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία … Dictionary of Greek